Αρχείο για 23 Ιουλίου, 2011

national gallery of modern and contemporary art- Rome

Τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται ότι τα μουσεία χρησιμοποιούν την αρχιτεκτονική ως μέσο για να εδραιώσουν το νέο τους ρόλο, αυτό του χώρου απόλαυσης και ευχαρίστησης .

Το να χρησιμοποιείς και να επενδύεις  ένα τεράστιο ποσό σε ιδιαίτερα κτήρια έχει να κάνει λιγότερο με το ρόλο του μουσείου σαν «μη κερδοσκοπικό ινστιτούτο» και περισσότερο με τον εκμοντερνισμό ,που χαρακτηρίζει τη εποχή μας, καθώς και με κυβερνητικές πολιτικές σχετικά με την αναγέννηση οικονομικά υποβαθμισμένων περιοχών.

Φυσικά υπάρχουν και πολλοί άλλοι παράγοντες που έχουν επηρεάσει αυτό το φαινόμενο. Από τη μια πλευρά, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι αυτά τα κτήρια δίνουν ένα χαρακτηριστικό τόνο στη σύγχρονη αρχιτεκτονική έρευνα , όσο αφορά στο σύνθετο ρόλο του μουσείου. Ταυτόχρονα, αυτές οι κατασκευές βοηθούν το μουσείο να προσδιορίσει τον εαυτό του ως ένα σημαντικό δημόσιο κτήριο ,που εκφράζει μια ευρύτερη πολιτιστική ανάπτυξη, πέρα από κάθε προσπάθεια που έκαναν οι καλλιτέχνες και οι συλλέκτες να ελέγξουν τον κόσμο της τέχνης.

Στη δεκαετία του ’90 τα μουσεία τέχνης παρουσιάζουν μια άνθιση όσο αφορά την αρχιτεκτονική  μορφή τους. Καινούριες κατασκευές εμφανίζονται στην Ευρώπη, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους στο όνομα της τέχνης και του καλού του κοινού. Είναι γεγονός ότι νέες κατασκευαστικές φόρμες μουσείων αναπτύχθηκαν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στη Β. Αμερική όσο και την Ευρώπη.  Μέχρι εκείνη την περίοδο τα κτήρια με την μορφή αρχαίου ελληνικού ή ελληνιστικού ναού, έμοιαζαν να είναι η καταλληλότερη και η πλέον εγκεκριμένη μορφή για ένα μουσείο. Αλλά αυτό ο τύπος δεν είναι αρκετός πια. Τα μουσεία τέχνης ήθελαν να γίνουν ελκυστικά σε νέο, μεγαλύτερο κοινό.

Ήδη πιο πριν, η  δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται από μια μετα-μοντέρνα προσέγγιση της τέχνης: πέρα από την υπάρχουσα τέχνης της ελίτ ένα άλλο είδος είχε παραχθεί από το κοινό και απευθυνόταν στο κοινό, η τέχνη των μαζών. Καλλιτεχνικές υπερπαραγωγές, εκθέσεις που στόχευαν στη μεγαλύτερη κάλυψη και δημοσιότητα για να προσελκύσει το κοινό, αναπτύχθηκαν. Υπό το όνομα της «δημοκρατίας», οι «υπερπαραγωγές τέχνης» προσπάθησαν να μειώσουν τους όρους «εκπαιδευτικό», ελιτιστικό, και ακαδημαϊκό, το οποίο συνόδευε το μουσείο τέχνης στο μυαλό του κοινού. Ήρθε η ώρα όπου τα μουσεία ανέπτυξαν έννοιες όπως τη χαρά, τη διασκέδαση και τη χαλάρωση στο περιεχόμενό τους. Στην προσπάθεια να αποτινάξουν την παλιά εικόνα ενός ιερού χώρου, ανοικτού μόνο σε μια ελίτ τάξη, τα μουσεία έχουν πια εντυπωσιακά και μοντέρνα εστιατόρια και καφετέριες, θέατρα και μαγαζιά.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα ινστιτούτα ή οι επισκέπτες είναι αυτοί που οδηγούν τις εξελίξεις, αλλά είναι γεγονός ότι οι απαιτήσεις του επισκέπτη έχουν αλλάξει. Δεν αποτελεί πια μια ελιτιστική τάξη υψηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά μια ομάδα καλύτερα ενημερωμένη. Ή τουλάχιστον οι επαγγελματίες του χώρου έχουν κατανοήσει ότι χρειάζεται να αλλάξουν τη στάση τους απέναντι στο κοινό τους, με σκοπό να κερδίσουν την προσοχή του και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

Η χρήση πολυμέσων και της νέας τεχνολογίας για την εικαστική έκφραση έχουν αλλάξει δραματικά την έννοια των μουσείων τέχνης και τώρα πια το κοινό περιμένει ένα περιβάλλον που ικανοποιεί την περιέργειά τους στη μοντέρνα τέχνη και την τεχνολογία σε αυτή, ώστε ένα κτήριο να μπορεί να διασαφηνίσει την ίδια του την ύπαρξη  σε άμεση συνάρτηση με τη νέα τεχνολογία

Όμως, τα τελευταία χρόνια είναι φανερό ότι τα μουσεία τέχνης απαιτούν ένα νέο ρόλο και λειτουργία, πιο ελκυστικά για το κοινό και που να βοηθούν στην αναγέννηση ενός ολόκληρου πεδίου, χρησιμοποιώντας την αρχιτεκτονική ως αφετηρία.

Το Guggenheim Μουσείο στο Bilbao και το Lowry Center  απέδειξαν ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να λειτουργήσει ως ένας επιπρόσθετος – και ίσως και ο κύριος παράγοντας – στην ανασύνταξη του ρόλου του μουσείου  τέχνης.

*     *    *

Κείμενο:  Στέλλα Ο.Λιάτου, μέρος της τελικής εργασίας του μεταπτυχιακού M.A. i n Museum and Artefact Studies