Posts Tagged ‘μουσείο’

« Αμέσως μόλις βλέπω πίνακα ανακοινώσεων, προθήκες, βελούδινα σχοινιά , χαλιά και διδακτικά βοηθήματα, ένα χάσμα ανοίγει ανάμεσα σε μένα και στον χώρο. Ένα σπίτι μετατράπηκε σε μουσείο». Αυτή είναι η άποψη  του Simon Jenkins, συγγραφέα του « England’s Thousand Best Houses”

Πολλοί επιμελητές ιστορικών σπιτιών θα έλεγαν περήφανοι ότι οι οικίες αυτές δεν είναι μουσεία αλλά μοιάζει σαν να κατοικούνται ακόμα. Όμως σε πολλές από αυτές, που έχουν μετατραπεί σε μουσεία, η όλη προσπάθεια δεν έχει κερδίσει το στοίχημα  με την επικοινωνία με τους επισκέπτες τους. Ο επιμελητής σε μουσεία αυτής της μορφής, έχει μια δύσκολη αποστολή: να παρουσιάσει ένα έργο όπου οι ηθοποιοί του δεν είναι πια διαθέσιμοι να βγουν στη σκηνή. Το πρόβλημα αυτό πρέπει να ξεπεραστεί με νέες τεχνικές  στην παρουσίαση, ώστε να γίνει εφικτό ένα οπτικοποιημένο μήνυμα από το παρελθόν.

Κάποιοι υποστηρίξουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη ερμηνείας σε ένα ιστορικό σπίτι. Οι ιστορικές οικίες διατηρούν το αποτύπωμα των ιδιοκτητών τους, κάτι που πάει πιο βαθειά από τις οικογενειακές φωτογραφίες ή τα λουλούδια.  Αν έχεις μια συλλογή αλλά δεν έχεις χώρο  ή έχεις το χώρο αλλά χωρίς συλλογή, χρειάζεται ως επιμελητής να είσαι δημιουργικός. Αλλά οι ιστορικές οικίες έχουν και χώρο και συλλογές κι έτσι δίνουν ένα δυναμικό συνδυασμό και την αίσθηση ότι όλα είναι έτοιμα. Είναι δελεαστικό να θεωρήσεις ότι ο χώρος και τα αντικείμενα μιλούν από μόνα τους για το παρελθόν,  αλλά σε ποια γλώσσα μιλούν;

Είναι δύσκολο για τους επιμελητές να θέσουν αυτό το ερώτημα ή ακόμα και να το απαντήσουν, απορροφημένοι στην προσπάθειά τους να μην παραπλανήσουν τον επισκέπτη. Και υπάρχουν αρκετά εμπόδια να προσελκύσουν επισκέπτες, που δε θεωρούν ότι θα βρουν κάποιο ενδιαφέρον σε τέτοιους χώρους. [1]

Αλλά καταρχήν , ποια η ανάγκη για ένα νέο μουσείο και μάλιστα σε ένα πεδίο λίγο πειραματικό στον ελλαδικό χώρο ή λανθασμένα ταυτισμένο με το λαογραφικό μουσείο, τη στατικότητα ή και ίσως την σιωπή;

Στην Γερμανία μια μεγάλη έκρηξη είχε συμβεί μεταξύ του 1970 και του 1990, η οποία μπορεί να εξηγηθεί ιστορικά και στηρίζεται στην παράδοση του κράτους σε ομοσπονδιακή μορφή. Τα μουσεία αποτέλεσαν το σύμβολο τοπικού πατριωτισμού, έτσι οι πόλεις έμοιαζαν εκείνη την περίοδο να ανταγωνίζονται στο κτίσιμο κτηρίων κατάλληλων για μουσείο. Από την άλλη πλευρά, αυτός ο μηχανισμός καλλιτεχνικού ανταγωνισμού αλλά και η φιλοδοξία ορισμένων, ευνόησε και την ίδρυση μικρών μουσείων . από τότε μάλιστα που κάθε δήμαρχος ανακάλυψε ότι μπορούσε να κερδίσει πόντους στο δημόσιο προφίλ του με την ίδρυση ενός μουσείου.

Κάτι παρόμοιο μοιάζει να συμβαίνει την τελευταία δεκαετία , όπου οι δήμαρχοι ανακαλύπτουν το ίδιο αβαντάζ για τη δημοτικότητά τους με τη δημιουργία ενός μουσείου.[2]

Τι συμβαίνει όμως όταν δεν πρόκειται ούτε για ιστορική οικία, ούτε για δημόσιο έργο, η δημιουργία ενός μουσείου που αναπαριστά όσο πιο αυθεντικά γίνεται την ατμόσφαιρα ενός αστικού Κεφαλονίτικου σπιτιού σε ένα νέο κτήριο;

Τότε εγεννήθη το «οίκος-Μουσείο»στον Καραβόμυλο Κεφαλονιάς.  

Το μικρό μουσείο αυτό επέλεξε το ίδιο το όνομά του. Δεν πρόκειται για μία ιστορική οικία που μετατρέπεται σε μουσείο, αλλά ούτε για ένα λαογραφικό μουσείο. Πρόκειται για ένα νέο κτήριο, μετά τους σεισμούς τους 1953, μέσα σε ένα καταπράσινο κήπο που φιλοξενεί τα αντικείμενα και έπιπλα τουλάχιστον 2,5 αιώνων ιστορίας, θέλοντας να αποδώσει τιμή σε όλους εκείνους τους προγόνους μας που έκαναν γνωστή την Κεφαλονιά και γενικότερα τον Ιόνιο χώρο, στα πέρατα της γης.

Αποτελεί επίσης το όνειρο ζωής για την Περιστέρα και το Δημήτρη Τόκκα.

Οι εργασίες της πρώτης φάσης ολοκληρώθηκαν και το οίκος- Μουσείο άνοιξε τις πόρτες του στις 6 Αυγούστου 2011, ευελπιστώντας να αποτελέσει ένα παράθυρο στο χρόνο, μια αφετηρία για ένα σύντομο ταξίδι στη μαγική ατμόσφαιρα των παλιών αστικών Επτανησιακών σπιτιών.[3]

Καλοτάξιδο λοιπόν.


[1] Lucy Worsley, Home Truths, Museum journal, May 2004, σσ. 24-27

[2]  Pearce S.: Museums in Europe 1992, London: Athlone Press, 1992, σσ.121-122

[3] http://vlahatasamis.blogspot.com/2011/08/blog-post_06.html?spref=fb

national gallery of modern and contemporary art- Rome

Τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται ότι τα μουσεία χρησιμοποιούν την αρχιτεκτονική ως μέσο για να εδραιώσουν το νέο τους ρόλο, αυτό του χώρου απόλαυσης και ευχαρίστησης .

Το να χρησιμοποιείς και να επενδύεις  ένα τεράστιο ποσό σε ιδιαίτερα κτήρια έχει να κάνει λιγότερο με το ρόλο του μουσείου σαν «μη κερδοσκοπικό ινστιτούτο» και περισσότερο με τον εκμοντερνισμό ,που χαρακτηρίζει τη εποχή μας, καθώς και με κυβερνητικές πολιτικές σχετικά με την αναγέννηση οικονομικά υποβαθμισμένων περιοχών.

Φυσικά υπάρχουν και πολλοί άλλοι παράγοντες που έχουν επηρεάσει αυτό το φαινόμενο. Από τη μια πλευρά, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι αυτά τα κτήρια δίνουν ένα χαρακτηριστικό τόνο στη σύγχρονη αρχιτεκτονική έρευνα , όσο αφορά στο σύνθετο ρόλο του μουσείου. Ταυτόχρονα, αυτές οι κατασκευές βοηθούν το μουσείο να προσδιορίσει τον εαυτό του ως ένα σημαντικό δημόσιο κτήριο ,που εκφράζει μια ευρύτερη πολιτιστική ανάπτυξη, πέρα από κάθε προσπάθεια που έκαναν οι καλλιτέχνες και οι συλλέκτες να ελέγξουν τον κόσμο της τέχνης.

Στη δεκαετία του ’90 τα μουσεία τέχνης παρουσιάζουν μια άνθιση όσο αφορά την αρχιτεκτονική  μορφή τους. Καινούριες κατασκευές εμφανίζονται στην Ευρώπη, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους στο όνομα της τέχνης και του καλού του κοινού. Είναι γεγονός ότι νέες κατασκευαστικές φόρμες μουσείων αναπτύχθηκαν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στη Β. Αμερική όσο και την Ευρώπη.  Μέχρι εκείνη την περίοδο τα κτήρια με την μορφή αρχαίου ελληνικού ή ελληνιστικού ναού, έμοιαζαν να είναι η καταλληλότερη και η πλέον εγκεκριμένη μορφή για ένα μουσείο. Αλλά αυτό ο τύπος δεν είναι αρκετός πια. Τα μουσεία τέχνης ήθελαν να γίνουν ελκυστικά σε νέο, μεγαλύτερο κοινό.

Ήδη πιο πριν, η  δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται από μια μετα-μοντέρνα προσέγγιση της τέχνης: πέρα από την υπάρχουσα τέχνης της ελίτ ένα άλλο είδος είχε παραχθεί από το κοινό και απευθυνόταν στο κοινό, η τέχνη των μαζών. Καλλιτεχνικές υπερπαραγωγές, εκθέσεις που στόχευαν στη μεγαλύτερη κάλυψη και δημοσιότητα για να προσελκύσει το κοινό, αναπτύχθηκαν. Υπό το όνομα της «δημοκρατίας», οι «υπερπαραγωγές τέχνης» προσπάθησαν να μειώσουν τους όρους «εκπαιδευτικό», ελιτιστικό, και ακαδημαϊκό, το οποίο συνόδευε το μουσείο τέχνης στο μυαλό του κοινού. Ήρθε η ώρα όπου τα μουσεία ανέπτυξαν έννοιες όπως τη χαρά, τη διασκέδαση και τη χαλάρωση στο περιεχόμενό τους. Στην προσπάθεια να αποτινάξουν την παλιά εικόνα ενός ιερού χώρου, ανοικτού μόνο σε μια ελίτ τάξη, τα μουσεία έχουν πια εντυπωσιακά και μοντέρνα εστιατόρια και καφετέριες, θέατρα και μαγαζιά.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα ινστιτούτα ή οι επισκέπτες είναι αυτοί που οδηγούν τις εξελίξεις, αλλά είναι γεγονός ότι οι απαιτήσεις του επισκέπτη έχουν αλλάξει. Δεν αποτελεί πια μια ελιτιστική τάξη υψηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά μια ομάδα καλύτερα ενημερωμένη. Ή τουλάχιστον οι επαγγελματίες του χώρου έχουν κατανοήσει ότι χρειάζεται να αλλάξουν τη στάση τους απέναντι στο κοινό τους, με σκοπό να κερδίσουν την προσοχή του και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

Η χρήση πολυμέσων και της νέας τεχνολογίας για την εικαστική έκφραση έχουν αλλάξει δραματικά την έννοια των μουσείων τέχνης και τώρα πια το κοινό περιμένει ένα περιβάλλον που ικανοποιεί την περιέργειά τους στη μοντέρνα τέχνη και την τεχνολογία σε αυτή, ώστε ένα κτήριο να μπορεί να διασαφηνίσει την ίδια του την ύπαρξη  σε άμεση συνάρτηση με τη νέα τεχνολογία

Όμως, τα τελευταία χρόνια είναι φανερό ότι τα μουσεία τέχνης απαιτούν ένα νέο ρόλο και λειτουργία, πιο ελκυστικά για το κοινό και που να βοηθούν στην αναγέννηση ενός ολόκληρου πεδίου, χρησιμοποιώντας την αρχιτεκτονική ως αφετηρία.

Το Guggenheim Μουσείο στο Bilbao και το Lowry Center  απέδειξαν ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να λειτουργήσει ως ένας επιπρόσθετος – και ίσως και ο κύριος παράγοντας – στην ανασύνταξη του ρόλου του μουσείου  τέχνης.

*     *    *

Κείμενο:  Στέλλα Ο.Λιάτου, μέρος της τελικής εργασίας του μεταπτυχιακού M.A. i n Museum and Artefact Studies